- δημοπρατώ
- (ε) μετ. продавать с аукциона, с молотки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοπρατώ — δημοπρατώ, δημοπράτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δημοπρατώ — ( έω) 1. πουλάω κάτι σε δημοπρασία 2. αναθέτω την εκτέλεση έργου με δημοπρασία, με μειοδοτικό διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
δημοπρατώ — δημοπράτησα, δημοπρατήθηκα, δημοπρατημένος, πουλώ κάτι σε δημόσια πλειοδοτική πώληση, βγάζω κάτι στο σφυρί: Το δημόσιο συνήθως δημοπρατεί τα κτίρια που έχει κατασχέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)